- αγριοκαίρι
- τοο αγριόκαιρος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριοκαίρι — το άγριος, κακός καιρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοβόρι — το ο αγριοβοριάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη παράγεται από το ουσ. αγριοβοριάς, κατά το σχήμα αγριόχοιρος αγριοκαίρι] … Dictionary of Greek